fbpx

Προγεννητικός Έλεγχος Γενετικών Νοσηµάτων

Βούλα Βελισσαρίου, B.Sc., Ph.D
Κλινική Κυτταρογενετίστρια,
Επιστηµονική ∆ιευθύντρια Τµήµατος
Κυτταρογενετικής και Μοριακής Κυτταρογενετικής

30/02/21 – 3min. read

Έχει υπολογιστεί ότι περίπου 1 στα 30 νεογνά πάσχει από ένα σοβαρό γενετικό νόσηµα. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των ασθενειών οφείλεται σε χρωµοσωµατικές ανωµαλίες ή σε µεταλλάξεις σε ένα γονίδιο. Αυτές οι γενετικές βλάβες είναι είτε το αποτέλεσµα µιας νέας γενετικής ανωµαλίας στο έµβρυο, η οποία δεν έχει κληρονοµηθεί από κάποιο γονέα, είτε το αποτέλεσµα γενετικών µεταλλάξεων τις οποίες κληρονόµησε το έµβρυο από ανυποψίαστους γονείς φορείς. Ο προγεννητικός έλεγχος είναι το σύνολο των εξετάσεων που πραγµατοποιούνται πριν από τη γέννηση, µε σκοπό να διαπιστωθούν σοβαρές, κυρίως γενετικές παθήσεις, ή άλλες πιθανές ανωµαλίες στη διάπλαση του εµβρύου. Σκοπός είναι η απόκτηση ενός σωµατικά και νοητικά υγιούς παιδιού.

Εξετάσεις προγεννητικού ελέγχου
Oι προγνωστικές (screening tests), όπως η µέτρηση βιοχηµικών δεικτών (PAPP-a και β-hCG), στο πρώτο τρίµηνο της κύησης. Με τα εργαστηριακά αποτελέσµατα, σε συνδυασµό µε το υπερηχογράφηµα, τη µέτρηση της αυχενικής διαφάνειας και την ηλικία της µητέρας, είµαστε σε θέση να εκτιµήσουµε τον πιθανό κίνδυνο τον οποίο έχει το έµβρυο να πάσχει από κάποια χρωµοσωµατική ανωµαλία, όπως το σύνδροµο Down. Τα τελευταία έτη, µεγαλύτερης αξιοπιστίας προγνωστική γενετική εξέταση αποτελεί η µη επεµβατική προγεννητική πρόγνωση του συνδρόµου Down και άλλων χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου στο ελεύθερο εµβρυϊκό DNA στο αίµα της εγκύου (NIPT: Non Invasive Prenatal Testing).

Οι διαγνωστικές, µε τις οποίες είναι δυνατό να µελετηθεί το γενετικό υλικό του εµβρύου προκειµένου να διαγνωστεί η πιθανή παρουσία σοβαρού γενετικού νοσήµατος. Πραγµατοποιούνται είτε στον πλακούντα είτε σε κύτταρα του εµβρύου, κατόπιν των επεµβατικών µεθόδων λήψης χοριακών λαχνών στο πρώτο τρίµηνο της κύησης ή αµνιοπαρακέντησης στο δεύτερο τρίµηνο και έχουν ένα κίνδυνο περίπου 0,5%-1% αποβολής.

Γενετικά νοσήµατα
Περίπου 4% των νεογνών πάσχουν από κάποιο αµιγές ή µερικώς γενετικό νόσηµα. Τα γενετικά νοσήµατα ανήκουν βασικά σε τρεις κατηγορίες:

  • Χρωµοσωµατικές ανωµαλίες ή ανισοζυγίες.
  • Mονογονιδιακά νοσήµατα, τα οποία οφείλονται σε βλάβη σε ένα γονίδιο.
  • Πολυγονιδιακά-πολυπαραγοντικά νοσήµατα, τα οποία οφείλονται σε βλάβη σε πολλά διαφορετικά γονίδια και σε εξωτερικούς παράγοντες. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν ο διαβήτης, ο αυτισµός, οι καρδιοπάθειες, η σχιζοφρένεια και πολλά άλλα. Λόγω πολυπλοκότητας, η προγεννητική τους διάγνωση µε γενετικές εξετάσεις δεν είναι σήµερα εφικτή.

Χρωµοσωµατικές ανωµαλίες ή ανισοζυγίες
Οφείλονται σε ανωµαλίες στον αριθµό ή τη δοµή των χρωµοσωµάτων και αποτελούν τα συχνότερα γενετικά νοσήµατα στον άνθρωπο. Στο εργαστήριο οι ανωµαλίες που αφορούν τα χρωµοσώµατα παρατηρούνται στο µικροσκόπιο και µελετώνται µε τον καρυότυπο µε µεθόδους της Κυτταρογενετικής (Εικόνα 1). Τα χρωµοσώµατα είναι ορατά µόνο στο µικροσκόπιο και πάνω τους είναι οργανωµένα χιλιάδες γονίδια. Τα γονίδια αποτελούνται από DNA και µελετώνται µόνο µε µεθόδους µοριακής βιολογίας. Ο άνθρωπος έχει 46 χρωµοσώµατα σε όλα τα κύτταρα στο σώµα του. Εξαίρεση αποτελούν οι γαµέτες, δηλαδή το ωάριο και το σπερµατοζωάριο, τα οποία περιέχουν 23. Στα θήλεα άτοµα ο καρυότυπος είναι 46,ΧΧ, ενώ στα άρρενα 46,ΧΥ.

Εικόνα 1: Καρυότυπος φυσιολογικής όψεως άρρενος εµβρύου (Εργαστήριο Κυτταρογενετικής, ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ)


Ένα έµβρυο το οποίο για κάποιον λόγο συγκεντρώνει περισσότερα ή λιγότερα από 46 χρωµοσώµατα θα παρουσιάσει κάποια ανωµαλία στη διάπλαση και λειτουργία του οργανισµού του. Ένα καθολικό χαρακτηριστικό όλων των χρωµοσωµατικών ανωµαλιών, µε εξαίρεση εκείνων που αφορούν τα χρωµοσώµατα του φύλου, αποτελεί η ήπια έως βαρύτατη νοητική υστέρηση. Η τρισωµία 21, η παρουσία δηλαδή ενός επιπλέον χρωµοσώµατος 21, κλινική εκδήλωση της οποίας είναι το σύνδροµο Down, αποτελεί τη συχνότερη χρωµοσωµατική ανωµαλία στον άνθρωπο, µε συχνότητα 1 στα 700 νεογέννητα (Εικόνα 2). Άλλες συχνές χρωµοσωµατικές ανωµαλίες αποτελούν η τρισωµία 18 (σύνδροµο Edwards) κι αυτές που αφορούν τα χρωµοσώµατα φύλου, όπως η µονοσωµία Χ στα θήλεα (σύνδροµο Turner) και το επιπλέον Χ στα άρρενα (σύνδροµο Klinefelter).

Eικόνα 2: Παθολογικός καρυότυπος θήλεος εµβρύου µε τρισωµία 21 (σύνδροµο Down) (Εργαστήριο Κυτταρογενετικής, ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ)


Υπάρχουν µικρές χρωµοσωµατικές ανισοζυγίες µε συχνότητα περίπου 1 στις 600 γεννήσεις, τα µικροελλείµµατα και οι µικροδιπλασιασµοί, οι οποίες δεν παρατηρούνται στο µικροσκόπιο, δεν φαίνονται στον συµβατικό καρυότυπο και είναι αιτία σοβαρών συνδρόµων. Οι συχνότερες από αυτές είναι δυνατό να ελεγχθούν µε µεθόδους µοριακής κυτταρογενετικής, όπως είναι η µέθοδος Χρωµοσωµατικής Ανάλυσης µε Μικροσυστοιχίες ή αλλιώς Μοριακός Καρυότυπος (Εικόνα 3), και να επιβεβαιωθούν µε στοχευµένο έλεγχο µε µεθόδους όπως είναι η ΜLPA (πολλαπλή ενίσχυση ανιχνευτών εξαρτώµενη από την αντίδραση λιγάσης). Tα συχνότερα σύνδροµα µικροελλειµµάτων µε κλινική σηµασία αναγράφονται στον Πίνακα 1. Τα ποσοστά των εµβρύων µε χρωµοσωµατικές ανωµαλίες µε κλινική σηµασία στο σύνολο των προγεννητικών διαγνώσεων οι οποίες έχουν πραγµατοποιηθεί στο εργαστήριό µας απεικονίζονται στο Σχήµα 1.

Εικόνα 3: Παθολογικός Μοριακός Καρυότυπος. Mικροδιπλασιασµός στο έµβρυο, µεγέθους περίπου 4.9Mb, στο µακρύ σκέλος του χρωµοσώµατος 22 (22q), κατά την προγεννητική διάγνωση (Εργαστήριο Μοριακής Κυτταρογενετικής, ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ)

Σχήµα 1: Τα ποσοστά των εµβρύων µε χρωµοσωµατικές ανωµαλίες µε κλινική σηµασία τα οποία διαγνώστηκαν κατά την προγεννητική διάγνωση στο εργαστήριο Κυτταρογενετικής και Μοριακής Κυτταρογενετικής της Βιοιατρικής


Η πιθανότητα απόκτησης παιδιού µε σύνδροµο Down (τρισωµία 21), καθώς και µε οποιαδήποτε άλλη αριθµητική χρωµοσωµατική ανωµαλία αυξάνεται σηµαντικά µε την ηλικία της εγκύου. Ενώ, λοιπόν, στην ηλικία των 35 ετών ο κίνδυνος απόκτησης παιδιού µε σύνδροµο Down είναι 0,26%, στην ηλικία των 45 ετών ο κίνδυνος είναι 5,26%, δηλαδή, κατά 20 φορές µεγαλύτερος. Σε αντίθεση µε τις αριθµητικές ανωµαλίες των χρωµοσωµάτων, τα σύνδροµα µικροελλειµµάτων-µικροδιπλασιασµών δεν σχετίζονται µε την ηλικία της εγκύου.

Σε περίπτωση ευρήµατος στον καρυότυπο του εµβρύου, ενδέχεται να ζητηθεί χρωµοσωµατικός έλεγχος των γονέων, προκειµένου να διαπιστωθεί αν το εύρηµα είναι οικογενές ή de novo. Επίσης, είναι δυνατό ένα υγιές άτοµο να είναι φορέας κάποιας χρωµοσωµατικής αναδιάταξης, δηλαδή τα χρωµοσώµατα να έχουν ανταλλάξει γενετικό υλικό µεταξύ τους, χωρίς να υπάρχει περίσσεια ή έλλειµµα γενετικού υλικού. Τότε προκαλούνται προβλήµατα στην αναπαραγωγή και υπάρχει κίνδυνος απόκτησης πάσχοντος παιδιού µε σοβαρή χρωµοσωµατική ανωµαλία.

Mονογονιδιακά νοσήµατα
Τα γονιδιακά νοσήµατα µελετώνται στο DNA µε τεχνικές της Μοριακής Βιολογίας. Οφείλονται σε µεταλλαγές στο DNA των γονιδίων και τα συχνότερα από αυτά, όπως η µεσογειακή αναιµία, η κυστική ίνωση, η µη-συνδροµική νευροαισθητήρια προοµιλητική βαρηκοΐα, η νωτιαία µυϊκή ατροφία, κληρονοµούνται κατά τον υπολειπόµενο τρόπο. ∆ηλαδή, όταν και οι δύο γονείς είναι φορείς της µεταλλαγής, έχουν 25% πιθανότητα να αποκτήσουν πάσχον παιδί. Άλλα µονογονιδιακά νοσήµατα κληρονοµούνται κατά τον επικρατή χαρακτήρα, δηλαδή έχουµε έναν µόνο γονέα πάσχοντα και υπάρχει πιθανότητα 50% απόκτησης πάσχοντος παιδιού. Είναι δυνατόν η νοητική υστέρηση και οι δυσµορφίες να οφείλονται σε γονιδιακές βλάβες. Τυπικό παράδειγµα αποτελεί το σύνδροµο εύθραστου Χ, το οποίο αποτελεί συχνή αιτία νοητικής στέρησης και προσβάλλει περίπου 1/2.000-1/4.000 αγόρια και 1/2.500-1/8.000 κορίτσια. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα διάγνωσης µονογονιδιακών νοσηµάτων τα οποία εµφανίζονται de novo (εκ νέου) στο έµβρυο, χωρίς δηλαδή να είναι οι γονείς φορείς, όπως οι σκελετικές δυσπλασίες (π.χ., αχονδροπλαστικός νανισµός). Υπάρχουν καταγεγραµµένα περισσότερα από 9.000 νοσήµατα τα οποία οφείλονται σε µεταλλάξεις σε κάποιο γονίδιο. Σήµερα, για τον µοριακό έλεγχο ενός µεγάλου αριθµού µονογονιδιακών νοσηµάτων µε κλινική σηµασία εφαρµόζεται η µοριακή µέθοδος νέας γενιάς αλληλούχησης του DNA του εµβρύου µε τη µέθοδο Clinical Exome Sequencing.

Σχήµα 3: Οι εξελίξεις στον προγεννητικό έλεγχο και στην προγεννητική διάγνωση των χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου τα τελευταία 50 έτη. Στην επεµβατική διάγνωση, η ανάλυση µε τον µοριακό καρυότυπο επιτρέπει τη διάγνωση ενός µεγάλου αριθµού χρωµοσωµατικών ανισοζυγιών στο έµβρυο. Στη µη επεµβατική πρόγνωση, το κυκλοφορούν ελεύθερο DNA του εµβρύου (cff DNA) στο αίµα της εγκύου καθιστά δυνατή την ασφαλή πρόγνωση των συχνοτέρων χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου χωρίς τον κίνδυνο της αποβολής

Πίνακας 1: Συχνότητα συνδρόµων µικροελλειµµάτων και κλινικά χαρακτηριστικά


H προγεννητική διάγνωση αφορά επίσης οικογένειες που ξέρουµε ότι ένας ή και οι δύο γονείς είναι φορείς µεταλλάξεων ή πάσχει. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η γνώση των µεταλλάξεων στον/στους γονέα/γονείς πριν να είναι δυνατή η διάγνωση στο έµβρυο. Ο έλεγχος στο έµβρυο γίνεται σε δείγµα DNA εµβρυϊκών κυττάρων, κυρίως χοριακών λαχνών ή κυττάρων αµνιακού υγρού. Τα συχνότερα γενετικά νοσήµατα στον άνθρωπο µε τις συχνότητες στις γεννήσεις καταγράφονται στον Πίνακα 2.

Πίνακας 2: Τα συχνότερα γενετικά νοσήµατα στον άνθρωπο µε τις συχνότητες στις γεννήσεις

Eπεµβατική Προγεννητική ∆ιάγνωση

Πώς και πότε κατά την εγκυµοσύνη πραγµατοποιείται η προγεννητική διάγνωση µε επεµβατικές µεθόδους;

  • Mε λήψη χοριακών λαχνών (τροφοβλάστη) στις 11-12 εβδοµάδες της κύησης.
  • Με λήψη αµνιακού υγρού (αµνιοπαρακέντηση) στις 17-20 εβδοµάδες.
  • Με λήψη εµβρυϊκού αίµατος (οµφαλοκέντηση) µετά την 20ή εβδοµάδα.


Ο κίνδυνος αποβολής, τόσο για τη λήψη χοριονικών λαχνών όσο και την αµνιοπαρακέντηση, είναι περίπου 0,5%-10%. Στους παραπάνω ιστούς του εµβρύου είναι δυνατό το εργαστήριο να πραγµατοποιήσει έλεγχο για χρωµοσωµατικές ανωµαλίες µε τον καρυότυπο-µοριακό καρυότυπο ή και µοριακό έλεγχο για γονιδιακά νοσήµατα.

Ποιες είναι οι κυριότερες ενδείξεις για γενετικό έλεγχο του εµβρύου µε επεµβατικές µεθόδους;

  • Προχωρηµένη αναπαραγωγική ηλικία της εγκύου, συνήθως πάνω από τα 35 έτη.
  • Αυξηµένος κίνδυνος στον βιοχηµικό ή υπερηχογραφικό προγεννητικό έλεγχο 1ου ή 2ου τριµήνου (PAPP-A, αυξηµένη αυχενική διαφάνεια, Α- test).
  • Αυξηµένος κίνδυνος έπειτα από µη επεµβατική πρόγνωση µε ελεύθερο εµβρυϊκο DNA στο αίµα της εγκύου (NIPT: Non Invasive Prenatal Testing).
  • Υπερηχογραφικές ανωµαλίες του εµβρύου.
  • Γονέας φορέας χρωµοσωµατικής αναδιάταξης.
  • Προηγούµενο παιδί ή κύηση µε χρωµοσωµατική ανωµαλία.
  • Οικογενειακό ιστορικό µονογονιδιακού νοσήµατος, το οποίο διαγιγνώσκεται µε βιοχηµική ή DNA ανάλυση.
  • Οικογενειακό ιστορικό φυλοσύνδετου νοσήµατος.
  • Κίνδυνος για βλάβες του νωτιαίου σωλήνα.

Σε πόσο χρονικό διάστηµα βγαίνουν τα αποτελέσµατα και πόσο ασφαλή είναι;
Επειδή στην προγεννητική διάγνωση είναι σηµαντικό να υπάρχουν αποτελέσµατα όσο το δυνατό νωρίτερα, κυρίως όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παρουσία χρωµοσωµατικής ανωµαλίας στο έµβρυο, όπως είναι, για παράδειγµα, η αυξηµένη αυχενική διαφάνεια, σε όλα τα δείγµατα χοριακών λαχνών και αµνιακού υγρού εφαρµόζεται η πλέον διαδεδοµένη µέθοδος ταχείας προγεννητικής διάγνωσης, η ποσοτική φθορίζουσα αντίδραση της πολυµεράσης (QF-PCR: quantitative fluorescent polymerase chain reaction). Με τη µέθοδο αυτή, εξάγεται ένα πρώτο αποτέλεσµα για την ανίχνευση των πιο συχνών χρωµοσωµατικών ανωµαλιών, οι οποίες αφορούν τα χρωµοσώµατα 13, 18, 21, Χ και Y (σύνδροµα Edwards, Patau, Down, Klinefelter, Turner). Το µεγάλο πλεονέκτηµα της συγκεκριµένης µεθοδολογίας είναι ότι δεν είναι απαραίτητη η καλλιέργεια των κυττάρων. Από µια µικρή ποσότητα χοριακών λαχνών ή αµνιακού υγρού είναι δυνατό να αποµονωθεί αρκετό DNA για την εξαγωγή του αποτελέσµατος σε λίγες ώρες. Η ευαισθησία της µεθόδου είναι 99% για τα χρωµοσώµατα τα οποία ελέγχονται. Σε περίπτωση κατά την οποία τα αποτελέσµατα είναι ξεκάθαρα ως προς την παθολογία του εµβρύου και συνάδουν µε τα υπερηχογραφικά ευρήµατα ή τα αποτελεσµατα του προγεννητικού βιοχηµικού ελέγχου, είναι δυνατό, κατόπιν γενετικής συµβουλευτικής, οι γονείς να προχωρήσουν σε διακοπή της κύησης. Σε περίπτωση κατά την οποία τα αποτελέσµατα είναι φυσιολογικά, ακολουθεί απαραιτήτως ο πλήρης χρωµοσωµατικός έλεγχος του εµβρύου µε συµβατικό και µοριακό καρυότυπο. Εκτός από την ανίχνευση των συχνοτέρων χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου, η παραπάνω µεθοδολογία είναι σε θέση να ανιχνεύσει την παρουσία DNA µητρικής συνήθως προέλευσης στο υπό εξέταση δείγµα. Σηµαντική είναι, επίσης, η δυνατότητα ταυτοποίησης διδύµων σε δίδυµες κυήσεις. Στο Σχήµα 2 απεικονίζονται όλα τα στάδια της γενετικής προγεννητικής διάγνωσης χρωµοσωµατικών ανωµαλιών και, εφόσον απαιτείται, µοριακού γονιδιακού ελέγχου του εµβρύου σε δείγµα χοριακών λαχνών ή αµνιακού υγρού, όπως ακολουθούνται σήµερα διεθνώς.

Σχήµα 2: Τα στάδια της γενετικής προγεννητικής διάγνωσης σε δείγµα χοριακών λαχνών ή αµνιακού υγρού, όπως ακολουθούνται σήµερα διεθνώς


Για τις χρωµοσωµατικές ανωµαλίες, το πρώτο αποτέλεσµα βγαίνει µε τη µέθοδο QF-PCR σε 1-3 ηµέρες, µε την οποία αποκλείονται τα συχνότερα χρωµοσωµατικά σύνδροµα, όπως οι βασικές τρισωµίες (Down κ.ά.), µε σιγουριά περίπου 99%. Σε 5-7 ηµέρες έχουµε το αποτέλεσµα του µοριακού καρυοτύπου (CMA) και, τέλος, σε 15-17 ηµέρες του συµβατικού καρυοτύπου.

Για τα µονογονιδιακά νοσήµατα, όπως η µεσογειακή αναιµία ή η κυστική ίνωση, τα αποτελέσµατα δίνονται σε 2-4 ηµέρες. Ο έλεγχος πραγµατοποιείται σε DNA του εµβρύου, το οποίο αποµονώνεται από χοριακές λάχνες ή αµνιακό υγρό. Στον Πίνακα 3 καταγράφονται οι προγεννητικές διαγνωστικές γενετικές εξετάσεις που πραγµατοποιούνται κατά τη διάρκεια της κύησης στα διαπιστευµένα κατά ISO15189 εργαστήρια του τµήµατος Κυτταρογενετικής και Μοριακής Γενετικής της Βιοιατρικής. Όλες οι παραπάνω εργαστηριακές εξετάσεις πραγµατοποιούνται στα διαπιστευµένα κατά ISO15189 εργαστήρια του Οµίλου Εταιρειών Υγείας ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ.

Σήµερα, υπάρχει τρόπος να ελεγχθεί αν το έµβρυο πάσχει από γενετικό νόσηµα χωρίς να υποστεί η έγκυος επεµβατική µέθοδο, όπως τη λήψη χοριονικών λαχνών ή την αµνιοπαρακέντηση;
Με τις εξετάσεις µη επεµβατικής πρόγνωσης µε ελεύθερο εµβρυϊκο DNA στο αίµα της εγκύου (NIPT: Non Invasive Prenatal Testing), οι οποίες περιγράφονται στη συνέχεια, είναι δυνατό να υπάρξει αποτέλεσµα για τις συχνότερες τρισωµίες του εµβρύου, καθώς και για στοχευµένα σύνδροµα µικροελλειµάτων σε 10-15 ηµέρες.

Μη επεµβατική πρόγνωση του συνδρόµου Down και άλλων χρωµοσωµατικών ανωµαλιών µε ελεύθερο εµβρυϊκό DNA στο αίµα της εγκύου (NIPT: Non Invasive Prenatal Testing)
Η δυνατότητα να πραγµατοποιείται ασφαλής πρόβλεψη της χρωµοσωµατικής σύστασης του εµβρύου χωρίς τον κίνδυνο αποβολής, από τη λήψη χοριακών λαχνών ή την αµνιοπαρακέντηση, υπήρξε για πολλά χρόνια άπιαστο όνειρο στον προγεννητικό έλεγχο. Σήµερα θεωρείται ένας από τους ταχύτερα αναπτυσσόµενους τοµείς στον χώρο της υγείας και η εξέταση εφαρµόζεται καθηµερινά σε µεγάλο αριθµό εγκύων σε όλο τον πλανήτη. Καθοριστικό για να επιτευχθεί η NIPT υπήρξε η ανακάλυψη ότι στο αίµα της εγκύου κυκλοφορεί ελεύθερο DNA του εµβρύου (cff DNA). Το ελεύθερο εµβρυϊκό DNA είναι σε πολύ µικρή ποσότητα στο αίµα της εγκύου σε σχέση µε το µητρικό κι αυτό αποτελεί µία από τις µεγαλύτερες τεχνικές δυσκολίες στην ασφαλή πρόγνωση των χρωµοσωµατικών ανευπλοειδιών του εµβρύου. Η προέλευσή του είναι από κύτταρα του πλακούντα σε απόπτωση και βρίσκεται κατακερµατισµένο στο αίµα της εγκύου. Κρίσιµες παράµετροι στην ορθή εξαγωγή των αποτελεσµάτων αποτελούν παράγοντες όπως το κλάσµα εµβρυϊκού DNA, το βάρος της εγκύου, αν πρόκειται για δίδυµη κύηση κ.ά. Σήµερα, έπειτα από πολύχρονη έρευνα ενός εντυπωσιακού αριθµού ερευνητικών οµάδων, η NIPT αποτελεί µέρος του προγεννητικού ελέγχου. Σηµαντικό µέρος της επιτυχηµένης εφαρµογής του τεστ αποτελεί η ενηµέρωση του ζευγαριού για τις δυνατότητες και τους περιορισµούς από εξειδικευµένο επιστήµονα γενετιστή. Η εξέταση έχει ανιχνευσιµότητα η οποία προσεγγίζει το 99,9% για τα σύνδροµα Down (τρισωµία 21), Edwards (τρισωµία 18), Patau (τρισωµία 13) και ανευπλοειδίες των χρωµοσωµάτων του φύλου Χ και Υ. Επίσης, προσφέρεται για την πρόγνωση στοχευµένων συνδρόµων µικροελλειµµάτων. Είναι δυνατό να εφαρµοστεί από τη 10η εβδοµάδα µέχρι το τέλος της κύησης και πραγµατοποιείται µε τη λήψη 20 cc αίµατος από την έγκυο χωρίς καµία προετοιµασία.

Με τη βοήθεια της βιοπληροφορικής υπολογίζεται ο κίνδυνος να πάσχει το έµβρυο από το σύνδροµο Down και τις συχνότερες χρωµοσωµατικές ανωµαλίες. Η εξέταση έχει 99% πιθανότητα ορθής πρόγνωσης. Όταν ο κίνδυνος βρεθεί αυξηµένος, συνιστάται αµνιοπαρακέντηση για επιβεβαίωση της παρουσίας της χρωµοσωµατικής ανωµαλίας. Το αµνιακό υγρό σε αυτή την περίπτωση εξετάζεται χωρίς χρέωση στα υπερσύγχρονα εργαστήρια Κυτταρογενετικής και Μοριακής Γενετικής του Οµίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ. Όταν ο κίνδυνος είναι χαµηλός, µε την προϋπόθεση ότι δεν παρουσιαστούν υπερηχογραφικά ευρήµατα, δεν χρειάζεται επεµβατική διαδικασία.

Ο Όµιλος ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ µε κριτήριο την παροχή των πλέον αξιόπιστων εξετάσεων της αγοράς προσφέρει δύο NIPT εξετάσεις: Το Harmony (Ariosa, Roche) και τα νέας γενιάς VERACITY και VERAgene (NIPD Genetics). Τα VERACITY και VERAgene αναπτύχθηκαν και παρέχονται από κέντρο στην Κύπρο (NIPD Genetics). Στην ανάπτυξή τους συνετέλεσαν και επιστήµονες από την Ελλάδα, µεταξύ των οποίων η υπογράφουσα. Η µεθοδολογία την οποία χρησιµοποιεί το VERACITY είναι η αλληλούχηση του DNA µε αναλυτές νέας γενιάς (NGS: Next Generation Sequencing) και είναι στοχευµένη στις περιοχές των χρωµοσωµάτων τα οποία εξετάζονται, δηλαδή στα χρωµοσώµατα 13, 18, 21, Χ και Υ. Επίσης, ελέγχονται και τέσσερα σύνδροµα µικροελλειµµάτων (di George, 1p36, Wolf-Hirschhorn και Smith-Magenis). Στις κλινικές µελέτες η ευαισθησία και η ειδικότητα του VERACITY το κατατάσσει ως ένα από τα πλέον αξιόπιστα τεστ παγκοσµίως.

Πίνακας 3: Οι προγεννητικές διαγνωστικές γενετικές εξετάσεις οι οποίες πραγµατοποιούνται κατά
τη διάρκεια της κύησης στα διαπιστευµένα κατά ISO15189 εργαστήρια του τµήµατος Κυτταρογενετικής και Μοριακής Γενετικής του Οµίλου 
Βιοιατρική

Συµβουλευτική
Οι εξελίξεις στον προγεννητικό έλεγχο και στην προγεννητική διάγνωση των χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου τα τελευταία 50 έτη απεικονίζονται στο Σχήµα 3. Στην επεµβατική διάγνωση, η ανάλυση µε το µοριακό καρυότυπο επιτρέπει τη διάγνωση ενός µεγάλου αριθµού χρωµοσωµατικών ανισοζυγιών στο έµβρυο. Στη µη επεµβατική πρόγνωση, το κυκλοφορούν ελεύθερο DNA του εµβρύου (cff DNA) στο αίµα της εγκύου καθιστά δυνατή την ασφαλή πρόγνωση των συχνότερων χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου χωρίς τον κίνδυνο της αποβολής.


Σχήµα 3: Οι εξελίξεις στον προγεννητικό έλεγχο και στην προγεννητική διάγνωση των χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου τα τελευταία 50 έτη. Στην επεµβατική διάγνωση, η ανάλυση µε τον µοριακό καρυότυπο επιτρέπει τη διάγνωση ενός µεγάλου αριθµού χρωµοσωµατικών ανισοζυγιών στο έµβρυο. Στη µη επεµβατική πρόγνωση, το κυκλοφορούν ελεύθερο DNA του εµβρύου (cff DNA) στο αίµα της εγκύου καθιστά δυνατή την ασφαλή πρόγνωση των συχνοτέρων χρωµοσωµατικών ανωµαλιών του εµβρύου χωρίς τον κίνδυνο της αποβολής


Τα εργαστήρια του τµήµατος Κυτταρογενετικής και Μοριακής Γενετικής, καθώς και όλα τα διαγνωστικά και απεικονιστικά εργαστήρια του Οµίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ, είναι πρωτοπόρα στην παροχή υπηρεσιών στους µέλλοντες γονείς. Έµπειροι γενετιστές στον τοµέα της προγεννητικής διάγνωσης είναι σε θέση να προσφέρουν γενετική συµβουλευτική στις περιπτώσεις όπου απαιτείται. Η γενετική συµβουλευτική παρέχεται όταν υπάρχουν εργαστηριακά ευρήµατα τα οποία χρήζουν συζήτησης. Επίσης, οι συνεργάτες ιατροί συχνά παραπέµπουν για συµβουλευτική, όταν κρίνουν ότι οι πιθανότητες για συγγενείς ανωµαλίες είναι αυξηµένες στις κυήσεις τις οποίες παρακολουθούν. Οι παραπέµποντες ιατροί ενηµερώνονται προφορικά, αλλά και γραπτά για κάθε περίπτωση.