fbpx

Θαλασσαιμίες

Σταµατία – Μαρία Ράπτη B.Sc., M.Sc., (ErCLG)
Εργαστηριακή Γενετίστρια
Τµήµα Μοριακής Βιολογίας

19/02/21 – 3min. read

Οι διαταραχές των ανθρώπινων αιµοσφαιρινών, οι αιµοσφαιρινοπάθειες, αποτελούν µια οµάδα γενετικών κληρονοµικών νοσηµάτων, που ευθύνονται για την ελαττωµατική παραγωγή της αιµοσφαιρίνης στα ερυθρά αιµοσφαίρια του αίµατος, µε αποτέλεσµα να προκαλείται σοβαρή µορφή αναιµίας. Η αιµοσφαιρίνη (Ηb) αποτελεί την κύρια πρωτεΐνη των ερυθρών αιµοσφαιρίων. Βασική της λειτουργία αποτελεί η µεταφορά του οξυγόνου από τους πνεύµονες σε όλους τους ιστούς του σώµατος. Οι αιµοσφαιρινοπάθειες είναι τα συνηθέστερα γενετικά νοσήµατα σε όλο τον κόσµο, πλήττοντας µεγάλο αριθµό ατόµων. Ο Παγκόσµιος Οργανισµός Υγείας υπολόγισε ότι περίπου το 5% του παγκόσµιου πληθυσµού είναι φορείς µεταλλάξεων στα υπεύθυνα γονίδια για κλινικώς σηµαντικές διαταραχές της αιµοσφαιρίνης, µε κίνδυνο γέννησης παθολογικού παιδιού.

Μια µεγάλη οµάδα αιµοσφαιρινοπαθειών είναι οι α- και β-θαλασσαιµίες. Οι θαλασσαιµίες συλλογικά αποτελούν τη συνηθέστερη ανθρώπινη µονογονιδιακή διαταραχή. Τα άτοµα µε θαλασσαιµία δεν µπορούν να παράξουν αρκετή αιµοσφαιρίνη στον µυελό των οστών. Η ονοµασία µεσογειακή αναιµία δόθηκε επειδή οι πρώτοι ασθενείς που διαγνώστηκαν µε την ασθένεια είχαν προέλευση από χώρες τις Μεσογείου. Στην πραγµατικότητα, η ασθένεια απαντάται σε διάφορες χώρες, µε µεγαλύτερη όµως συχνότητα στην περιοχή της Μεσογείου, της Μέσης και Άπω Ανατολής.

Οι β-θαλασσαιµίες αποτελούν στον ελλαδικό χώρο το συχνότερο κληρονοµούµενο νόσηµα που κληρονοµείται κατά τον υπολειπόµενο τρόπο. ∆ηλαδή, δύο γονείς φορείς µετάλλαξης στο γονίδιο της β-σφαιρίνης έχουν πιθανότητα 25% να αποκτήσουν πάσχον παιδί, 50% υγιές παιδί φορέα και 25% υγιές παιδί χωρίς µετάλλαξη. Η αυξηµένη συχνότητα των θαλασσαιµιών οφείλεται στον προστατευτικό τους ρόλο όσον αφορά την ανάπτυξη παρασίτων στο αίµα, όπως το παράσιτο που προκαλεί την ελονοσία. ∆ηλαδή, οι φορείς µεταλλάξεων έχουν προστασία από την ελονοσία γιατί το παράσιτο δεν επιβιώνει στο αίµα τους. Σε περιοχές µε έλη, όπου ευδοκιµεί το κουνούπι ξενιστής του παρασίτου, επιβιώνουν καλύτερα οι φορείς µεταλλάξεων. Σε αυτό, λοιπόν, το φαινόµενο οφείλεται, κατά κύριο λόγο, η επικράτηση των φορέων σε περιοχές που κάποτε υπήρχαν µεγάλες ελώδεις εκτάσεις.

Μορφές θαλασσαιµίας
Στον ελλαδικό χώρο οι πιο συχνές θαλασσαιµίες είναι οι α και β. Άλλες σπάνιες για τον ελληνικό πληθυσµό µορφές είναι οι C, D, E και Ο-Arab. To µόριο της αιµοσφαιρίνης (Ηb) αποτελείται από τέσσερεις αλυσίδες σφαιρίνης, δύο α και δύο β (Εικόνα 1). ∆ύο γονιδιακοί τόποι ευθύνονται για την παραγωγή τους, τα συµπλέγµατα των γονιδίων σφαιρίνης α και β, αντίστοιχα.

α-θαλασσαιµίες
Οι α-θαλασσαιµίες χαρακτηρίζονται από ανεπαρκή ή πλήρη έλλειψη της παραγωγής των γονιδίων α1 και α2-σφαιρίνης και αυξηµένης παραγωγής των β-αλυσίδων. Επηρεάζουν τον σχηµατισµό αιµοσφαιρινών τόσο του εµβρύου όσο και των ενηλίκων. Είναι συχνότερες στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή, στην Ινδία, στη Νοτιοανατολική Ασία, στη Νότια Κίνα και σποραδικά τη Μεσόγειο. Στην Ελλάδα 7% του γενικού πληθυσµού είναι ετεροζυγώτες φορείς.

Υπάρχουν δύο είδη µεταλλάξεων της α-θαλασσαιµίας, η α+ (ήπια) και η α0 (σοβαρή), οπότε έχουµε δύο τύπους φορέων:

  • Φορέας α+-θαλασσαιµίας ή σιωπηρός φορέας της α-θαλασσαιµίας. Πρόκειται για υγιές άτοµο, που σπάνια είναι δυνατό να έχει αναιµία. Η διάγνωση γίνεται µε µοριακή εξέταση ανάλυσης του DNA.
  • Φορέας α0-θαλασσαιµίας (a- Thalassemia Minor). Πρόκειται για υγιές άτοµο που είναι δυνατό να παρουσιάσει µικροκυτταρική αναιµία.
  • Φορέας α+/ α0 µε αιµοσφαιρινοπάθεια -H (HbH). Πρόκειται για άτοµο το οποίο κληρονόµησε από τον έναν γονέα µια α+ µετάλλαξη και από τον άλλο γονέα µια µετάλλαξη α0, µε αποτέλεσµα να φέρει ένα λειτουργικό γονίδιο από συνολικά τέσσερα που υπάρχουν κανονικά. Η υποπαραγωγή α-σφαιρίνης προκαλεί πλεόνασµα των β-σφαιρινών. Το άτοµο αυτό χαρακτηρίζεται από µέτρια αιµολυτική αναιµία, χωρίς να είναι απαραίτητες µεταγγίσεις και χωρίς καµία επιπλέον επίπτωση στην υγεία του.
  • Εµβρυϊκός ύδρωπας (HbBart’s). Πρόκειται για έµβρυο που έχει κληρονοµήσει δύο µεταλλάξεις α0, µια από κάθε γονέα. Αυτό σηµαίνει ότι δεν φέρει κανένα λειτουργικό γονίδιο α, οπότε δεν παράγει καθόλου α-σφαιρίνες. Συνεπώς, δεν παράγει καθόλου αιµοσφαιρίνη, γεγονός µη συµβατό µε τη ζωή.

β-θαλασσαιµίες
Οι β-θαλασσαιµίες οφείλονται σε ελαττωµένη σύνθεση της β- αλυσίδας, λόγω µεταλλάξεων του β γονιδίου της αιµοσφαιρίνης. Η σοβαρότητα της νόσου εξαρτάται από τη φύση της µετάλλαξης.

Οι µεταλλάξεις έχουν ως συνέπεια τη µειωµένη παραγωγή β-αλυσίδων, µε αποτέλεσµα την παραγωγή περίσσειας των α-αλυσίδων.

Στην Ελλάδα 8% (1 στους 12) του γενικού πληθυσµού είναι φορέας β-θαλασσαιµίας, µε ορισµένες περιοχές η συχνότητα των φορέων να φτάνει το 15%-20% του πληθυσµού (1 στους 5 µε 6) (Εικόνα 2).

Τι είναι φορέας ή ετερόζυγος της β-θαλασσαιµίας
Ετερόζυγοι φορείς είναι τα άτοµα που έχουν κληρονοµήσει ένα παθολογικό γονίδιο β-σφαιρίνης από τον έναν γονέα, έχουν δηλαδή µια γενετική µετάλλαξη.
Ο φορέας β-θαλασσαιµίας µπορεί να παρουσιάσει µια ελαφριά αναιµία χωρίς καµία άλλη επίπτωση στην υγεία του.

Τι είναι ο οµόζυγος – διπλά ετερόζυγος της β-θαλασσαιµίας
Οµόζυγος ή διπλά ετερόζυγος της β-θαλασσαιµίας είναι ο πάσχων ασθενής µε β-θαλασσαιµία, ο οποίος έχει κληρονοµήσει δύο παθολογικά γονίδια β-σφαιρίνης, ένα από κάθε γονέα.Τύποι µεταλλάξεων

  • Μεταλλάξεις β+: Είναι µεταλλάξεις που επηρεάζουν τη σύνθεση των β-αλυσίδων σφαιρίνης, περιορίζοντας τη σύνθεση τους.
  • Μεταλλάξεις β0: Είναι µεταλλάξεις που σταµατούν τη σύνθεσή των β-αλυσίδων σφαιρίνης, µε αποτέλεσµα να µη συντίθεται καθόλου β-σφαιρίνη.
  • Μεταλλάξεις β++: Είναι µεταλλάξεις που επιτρέπουν σε µεγάλο βαθµό τη σύνθεση των β-αλυσίδων.

Κληρονοµικότητα β-θαλασσαιµίας
Η β-θαλασσαιµία αποτελεί ένα κλασικό αυτοσωµικό υπολειπόµενο νόσηµα. Για να νοσήσει κανείς, θα πρέπει να κληρονοµήσει δύο µεταλλάξεις, µία από κάθε γονέα.

Κλινικά χαρακτηριστικά β-θαλασσαιµίας
Τα παιδιά που γεννιούνται µε β-θαλασσαιµία συνήθως εκδηλώνουν βαριάς µορφής αναιµία στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και αρχίζουν να παρουσιάζουν σκελετικές ανωµαλίες, διόγκωση της κοιλιάς και της σπλήνας.

∆ρεπανοκυτταρική αναιµία
Η δρεπανοκυτταρική αναιµία αποτελεί µία διαφορετική µορφή β-θαλασσαιµίας, αφού και αυτή προκαλείται από µετάλλαξη στο γονίδιο της β-σφαιρίνης.

Στη δρεπανοκυτταρική αναιµία έχουµε τον σχηµατισµό µιας παθολογικής µορφής του συµπλόκου της αιµοσφαιρίνης -την αιµοσφαιρίνη – S- και τα ερυθροκύτταρα παίρνουν σχήµα δρεπανιού.

Τρόποι πρόληψης της θαλασσαιµίας

  • ∆ιάγνωση των φορέων – πληθυσµιακός έλεγχος µε ηλεκτροφόρηση αιµοσφαιρίνης.
  • Γενετικός ανιχνευτικός έλεγχος (screening).
  • Προγεννητική επεµβατική διάγνωση σε ζευγάρια που και τα δύο άτοµα είναι φορείς.
  • Προεµφυτευτική διάγνωση (PGD).

Στη ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ προσφέρεται ο αρχικός έλεγχος µε ηλεκτροφόρηση αιµοσφαιρίνης και στη συνέχεια στο εργαστήριο Μοριακής Γενετικής γίνεται πλήρης έλεγχος µεταλλάξεων και ελλείψεων για τα γονίδια α1, α2, β και δ του γενετικού τόπου β’ .