fbpx

Διαγνωστικές μέθοδοι που μπορούν να προβλέψουν τον κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης COVID-19

Κατερίνα Ρακά
M.D.Ιατρός Μικροβιολόγος – Βιοπαθολόγος Διαγνωστικό κέντρο ΑΛΦΑ ΕΥΡΕΣΙΣ
Όμιλος Βιοιατρική Κύπρος

22/05/21 – 2min. read

Η πρώιμη εκτίμηση μέσω διαγνωστικών μεθόδων της πορείας της λοίμωξης και της βαρύτητας των συμπτωμάτων σε κάθε ασθενή, προκειμένου να προληφθούν η διασπορά της νόσου Covid-19 και οι πιθανές μελλοντικές της επιπλοκές, αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα, εν μέσω μιας πρωτοφανούς πανδημίας και υπό την απειλή της κατάρρευσης της παγκόσμιας υγείας και της οικονομίας.

Η παρατήρηση και μελέτη των προηγούμενων επιδημιών SARS, MERS από μεταλλαγμένους κορωνοϊούς (2002, 2012) μας παρέχουν τη δυνατότητα πρόβλεψης των ατόμων που θα νοσήσουν πιο σοβαρά. Είναι γενική παραδοχή ότι άτομα με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, όπως άτομα με χρόνιες ιώσεις (AIDS, ηπατίτιδες κ.λπ.), αυτοάνοσα νοσήματα, ανοσοκατεσταλμένοι ή άτομα με υποκείμενες νόσους (διαβήτη, καρδιαγγειακά προβλήματα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια κ.τ.λ.), βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν σοβαρότερα  από  τον  ιό  SARS-CoV-2. Ωστόσο, είμαστε επίσης σε θέση να γνωρίζουμε ότι κίνδυνο διατρέχουν και άτομα που παρουσιάζουν γενετική προδιάθεση που οδηγεί σε ανεπαρκή ή αυξημένη παραγωγή ενζύμων, αλλά και άτομα στα οποία η φαρμακευτική αγωγή για υποκείμενη νόσο αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό.

Στο πλαίσιο της θωράκισης του οργανισμού μας απέναντι σε έναν καινούργιο ιό, δυνητικά θανατηφόρο, είναι σημαντικό να γνωρίζουμε τη γενετική μας προδιάθεση, ώστε να ξέρουμε σε ποια ομάδα πιθανού κινδύνου ανήκουμε, αλλά και την επάρκεια βιταμινών και ιχνοστοιχείων μας, που θα μπορούσε εάν είναι παθολογική να διορθωθεί και να αναχαιτίσει την επιθετικότητα και νοσηρότητα του ιού.

Γονιδιακό ενζυματικό προφίλ

Συγκεκριμένα, έρευνες έχουν δείξει ότι η ανεπάρκεια ή ολοκληρωτική έλλειψη του ενζύμου γλυκόζη-6-φωσφορική αφυδρογονάση (G-6-PD) -που δημιουργεί στα σωματικά κύτταρα (άρα και σε αυτά του αναπνευστικού συστήματος) συν-θήκες οξειδωτικού στρες- μειώνει τις αντιστάσεις του κυττάρου και αυξάνει τη διεισδυτικότητα του ιού σε αυτό και τη βαρύτητα της λοίμωξης. Επιπρόσθετα, η αυξημένη ποσότητα του ενζύμου SUPAR (Soluble Urok-inase Plasminogen Activate Recep-tor)μας προϊδεάζει από την αρχή της λοίμωξης για τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και την προσβολή ζωτικών οργάνων όπως νεφρά, καρδιά, πνεύμονες.

Παράλληλα, η χρήση φαρμακευτικής αγωγής που μπλοκάρει τους υποδοχείς τύπου Ι του ACE (Αngiotensin Converting Enzyme), η οποία χρησιμοποιείται κυρίως στην αντιυπερτασική θεραπεία, πιθανολογείται ότι θέτει σε υπερλειτουργία και υπερευαισθησία τους τύπου ΙΙ υποδοχείς του ACE τους οποίους χρησιμοποιεί ο ιός ώστε να διεισδύσει στα κύτταρα, διευκολύνοντας τη λοιμογόνο δράση του. Τέλος, η φερριτίνη θεωρείται κακός προγνωστικός δείκτης, εφόσον αυξάνεται σε περιπτώσεις νέκρωσης ιστών και ηπατοπαθειών.

Βιταμίνες και ιχνοστοιχεία

Επιπλέον, σε υψηλότερο κίνδυνο βρίσκονται άτομα που παρουσιάζουν ανεπάρκεια ή υπερεπάρκεια βιταμινών και ιχνοστοιχείων, τα οποία ενδυναμώνουν το ανοσοποιητικό σύστημα, καθώς σε αυτά τα άτομα η αντίσταση των βλεννογόνων τοπικά είναι μειωμένη, επιτρέποντας την ευκολότερη πρόσδεση και διείσδυση του ιού.

Τέτοιες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία είναι:

  • Η vit A με αντιλοιμωξιογόνο δράση μέσω κινητοποίησης της ανοσιακής απάντησης
  • Το σύμπλεγμα vit B, κυρίως B2, που προάγει τον μεταβολισμό σε κυτταρικό επίπεδο, και B3 με καθαρά αντιφλεγμονώδη δράση
  • Η vit C ή ασκορβικό οξύ που προ-άγει παραγωγή κολλαγόνου και παραγωγή και ωρίμανση των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, δρώντας παράλληλα και ως αντισταμινικός παράγοντας με αποιδηματική δράση στους βλεννογόνους του αναπνευστικού και όλων των κοίλων οργάνων του σώματος
  • Η vit D με χαρακτήρες ορμόνης που είναι απαραίτητη για την ακεραιότητα των βλεννογόνων και την ωρίμανση των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος
  • Η vit E ή τοκοφερόλη που δρα αντιοξειδωτικά στα κύτταρα
  • Τα ω3 πολυακόρεστα λιπαρά οξέα με αντιφλεγμονώδεις και αντιοξειδωτικές ιδιότητες
  • Το ιχνοστοιχείο σελήνιο που η έλλειψή του προκαλεί οξειδωτικό στρες στα κύτταρα και είναι ικανή να αλλάξει το γενετικό υλικό του ιού μεταλλάσσοντάς τον σε έναν υψηλής μολυσματικότητας και παθογένειας ιό
  • Ο ψευδάργυρος με ισχυρή αντιφλεγμονώδη δράση όπου η ανεπάρκειά του οδηγεί σε ανεπάρκεια του ανοσοποιητικού συστήματος και οξειδωτικός στρες ενώ η υπερφόρτωσή του σε οξειδωτικό στρες και ιογενείς μεταλλάξεις υψηλής μολυσματικότητας
  • Ο σίδηρος, η ανεπάρκεια του οποίου οδηγεί σε μειωμένη ανοδική απάντηση και κυτταρικό οξειδωτικό στρες, ενώ η υπερεπάρκειά του σε ιογενείς μεταλλάξεις.

Προληπτικές εξετάσεις

Γνωρίζοντας τόσο το γονιδιακό ενζυματικό προφίλ μας όσο και την επάρκεια ιχνοστοιχείων και βιταμινών του σώματός μας, μπορούμε να προχωρήσουμε άμεσα σε θεραπεία, χωρίς επικίνδυνη αναμονή, σε περίπτωση πιθανής λοίμωξης.

Σημαντική είναι και η αρωγή της παγκόσμιας φαρμακοβιομηχανίας στην προσπάθεια εξεύρεσης αντιϊκών φαρμάκων που αφορούν τον εν λόγω ιό. Ήδη πολλά φάρμακα βρίσκονται στο 2ο στάδιο δοκιμασιών ώστε να χορηγηθούν στην κοινότητα με τη μέγιστη αποτελεσματικότητα και τις λιγότερες ανεπιθύμητες παρενέργειες. Οι ενδιαφερόμενοι και πρωτίστως όσοι ανήκουν στις πιο πάνω ευάλωτες ομάδες είναι σημαντικό να αναζητήσουν μέσω εργαστηριακής τους εξέτασης το ενζυμικό τους προφίλ, όπως και την επάρκεια του οργανισμού τους σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον κορωνοϊό σε περίπτωση που προσβληθούν από αυτόν. Η μέτρηση μπορεί να περιλαμβάνει τους δείκτες G-6-PD, SUPAR και τους φαρμακευτικούς αναστολείς των υποδοχέων ACE-I ώστε να μην ξεπερνούν επίπεδα θεραπευτικά και ξεχωριστά τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία που προαναφέρθηκαν.

Γιατί μόνο η γνώση θωρακίζει και προστατεύει. Εξάλλου η παλαιά ρήση διά στόματος του Πατέρα της Ιατρικής Ιπποκράτη «Η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία» είναι περισσότερο επιτακτική από ποτέ!

Βιβλιογραφία

1. Scientific reports 9, Article number 13783 2019

2. Case reports European Heart Journal, ESC, OXFORD ACADEMIC

3. Δελτίο Τύπου Καθηγητών Γιαμαρέλ-λου, Γώγου για βιοδείκτη SUPAR.