fbpx

Κορωνοϊός: Πόσο χρόνο διαρκεί η ανοσία μέσω των αντισωμάτων και σε ποιο βαθμό μας προστατεύει;

Βασιλική Πιτυρίγκα,
Επίκουρη Καθηγήτρια Μικροβιολογίας, Ιατρική Σχολή Αθηνών, ΕΚΠΑ,
Επιστημονική Σύμβουλος & Επιστημονικά Υπεύθυνη Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου της Διεύθυνσης Δικτύου Εργαστηρίων

27/05/21 – 2min. read

Καθώς η ανθρωπότητα αγωνίζεται να αντιμετωπίσει τη λοίμωξη COVID-19, η αποκρυπτογράφηση της ανοσολογικής προστασίας συνεχίζει να αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη τόσο για την ανάπτυξη εμβολίων με αποτελεσματική δράση, όσο και για τις θεραπείες που βασίζονται στη χορήγηση πλάσματος από ασθενείς που έχουν αναρρώσει. Επιπλέον, η γνώση αυτή παίζει εξίσου σημαντικό ρόλο στην χάραξη πολιτικής για τα κοινωνικά μέτρα που εφαρμόζονται για την προστασία της Δημόσιας Υγείας. 

Ποια είναι η βασική ανοσολογική λειτουργία του οργανισμού μας έναντι του κορωνοϊού;

Από τη στιγμή που ο SARS-CoV-2 εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα μέσω επαφής, μετάδοσης με σταγονίδια ή μέσω αεροζόλ, αναπτύσσεται η φυσική μας ειδική ανοσία, η οποία εκφράζεται από δυο διαφορετικές οδούς: την χυμική ανοσία (παραγωγή Β λεμφοκυττάρων που παράγουν ειδικά αντισώματα έναντι του ιού) και την κυτταρική ανοσία (παραγωγή Τ λεμφοκυττάρων). Μετά την πρώτη μας επαφή με τον SARS-CoV-2, τα λεμφοκύτταρα Β και Τ διατηρούν ανοσολογική μνήμη, η οποία επιτρέπει μια ταχύτερη και ισχυρότερη απόκριση (προστατευτική ανοσία) του οργανισμού μας σε μια επόμενη συνάντηση με το ίδιο ιό, και με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η λεγόμενη συλλογική ανοσία. 

Ο βαθμός ανοσίας που προκύπτει μέσω της παραγωγής ειδικών αντισωμάτων έχει άμεση σχέση με την κλινική εικόνα. Σύμφωνα με δεδομένα που προκύπτουν από επιδημιολογικές μελέτες ευρείας κλίμακας, η παραγωγή αντισωμάτων είναι αυξημένη και διατηρείται σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα συχνότερα σε όσους εμφάνισαν νόσο με σοβαρή ή μέτριας βαρύτητας συμπτωματολογία. 

Στις περιπτώσεις που η λοίμωξη COVID 19 διαδράμει ασυμπτωματικά ή με ήπια κλινική εικόνα (όπως οι κορωνοϊοί του απλού κρυολογήματος), ο αριθμός των αντισωμάτων που παράγονται είναι χαμηλός και μειώνεται σταθερά με το χρόνο, καθιστώντας τον γενικό πληθυσμό ευάλωτο σε μελλοντικές επαναμολύνσεις. 

Αντίθετα, αυτό δεν φαίνεται να ισχύει για την κυτταρική ανοσία. Πρόσφατες μελέτες  υποστηρίζουν την ύπαρξη ισχυρής και εξαιρετικά λειτουργικής δράσης της, η οποία μπορεί να παρέχει ένα σημαντικό βαθμό προστασίας ακόμη και σε άτομα οροαρνητικά σε αντισώματα. 

Πόσο χρόνο διαρκεί αυτή η ανοσία και σε ποιο βαθμό μας προστατεύει; 

Σχετικά με τη διάρκεια προστασίας μας δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία, δεδομένου του μικρού χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί από την έναρξη της πανδημίας. Ωστόσο, σε λοιμώξεις που οφείλονταν σε προηγούμενους κορωνοϊούς με υψηλή γενετική συγγένεια με τον SARS-CoV-2, όπως ο SARS-CoV, τα ειδικά T λεμφοκύτταρα συνέχισαν να εντοπίζονται μέχρι και>10 χρόνια μετά τη μόλυνση, χωρίς να ανιχνεύονται αντίστοιχα τα Β λεμφοκύτταρα μνήμης στο αίμα, υποδεικνύοντας ότι η κυτταρική ανοσία διαρκεί και δρα αποτελεσματικά για πολύ μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα από την χυμική ανοσία των αντισωμάτων.

Όσον αφορά τον βαθμό προστασίας που μας παρέχει, αυτός εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Αν και οι λεπτομέρειες σχετικά με τα σαφή επίπεδα της κυτταρικής ανοσίας και τον συνδυασμό της δράσης των δυο ειδών ανοσίας στο SARS-CoV-2 δεν είναι ακόμη γνωστές, η άποψη που υπερισχύει είναι ότι απαιτούνται ισχυρές και ευρείες αποκρίσεις τόσο από τα αντισώματα όσο και από τα Τ κύτταρα για την αποτελεσματική ανοσοαπόκριση μας. Αυτό ωστόσο που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι οι αποκρίσεις των Τ κυττάρων επηρεάζουν τη σοβαρότητα της λοίμωξης. Αυτή η ιδέα υποστηρίζεται και από μελέτες που δείχνουν ότι τα προϋπάρχοντα Τ κύτταρα έχουν τη δυνατότητα να προάγουν νωρίτερα την ιική κάθαρση στον οργανισμό μας, με αποτέλεσμα ακόμα και αν κάποιος νοσήσει, η κλινική του εικόνα να μην είναι τόσο σοβαρή ώστε να χρειαστεί να νοσηλευθεί. 

Όσον αφορά στην επίδραση των μεταλλάξεων στην αποτελεσματικότητα των δύο ειδών άμυνας, τα δεδομένα δείχνουν μια σαφή υπεροχή της κυτταρικής ανοσίας. Σε μελέτες COVID-19 ασθενών που ανάρρωσαν, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι ειδικές για το SARS-CoV-2 Τ-κυτταρικές αποκρίσεις παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες και τα Τ κύτταρα έδειξαν την ικανότητα να αναγνωρίσουν όλες τις μεταλλάξεις που μελετήθηκαν. Αν και απαιτούνται μελέτες μεγαλύτερης κλίμακας για ασφαλή συμπεράσματα, οι ερευνητές σημειώνουν ότι η δράση των Τ-κυττάρων δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις μεταλλάξεις, προσφέροντας έτσι σημαντική προστασία έναντι και μελλοντικών αναδυόμενων μεταλλάξεων. 

Είναι γνωστό ότι τα εμβόλια δεν παρέχουν δια βίου προστασία έναντι της λοίμωξης COVID-19 και για το λόγο αυτό θα απαιτούνται μελλοντικά αναμνηστικές δόσεις. Ωστόσο, πριν από τον σχεδιασμό του χρονοδιαγράμματος των εμβολιαστικών προγραμμάτων, θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στην κυτταρική ανοσία ώστε να ξεκαθαριστεί το συντομότερο δυνατόν ο ιδιαίτερος ρόλος της στη μακροχρόνια προστασία μας. Η επιβεβαίωση των αρχικών υποθέσεων ότι η δράση της υπερτερεί σε χρονική διάρκεια αυτής των αντισωμάτων παραμένοντας αποτελεσματική, θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντική επιμήκυνση τωνμεσοδιαστημάτων μεταξύ των αναμνηστικών δόσεων στους εμβολιασμούς, ο καθορισμός των οποίων μέχρι στιγμής φαίνεται να στηρίζεται μόνο στα επίπεδα αντισωμάτων.