fbpx

Λοιμώδης μονοπυρήνωση: Το φιλί του Ιούδα

Ευάγγελος Τσιφτσάκης
Βιοπαθολόγος, Κεντρικό Εργαστήριο
Οµίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ

10/03/21 – 2min. read

Τι είναι
Είναι μια συνήθης ιογενής λοίμωξη που προσβάλει τον άνθρωπο σχετικά νωρίς, κατά την πρώτη δεκαετία της ζωής. Μεταδίδεται ευκολότερα σε καταστάσεις συνωστισμού και φτωχής τήρησης συνθηκών υγιεινής. Ακόμα και στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, τουλάχιστον το 50% του πληθυσμού καθίσταται οροθετικό στον ιό πριν από την εφηβεία.

Πού οφείλεται
Προκαλείται από τον ιό Epstein-Barr (EBV) ή αλλιώς ανθρώπινο ερπητοϊό 4, ο οποίος ανήκει στην υπο-οικογένεια Gamaherpesvirinae της οικογένειας Herpesviridae. Ο ιός EBV διαθέτει τη μορφολογία των ερπητοϊών, με 162 καψομερίδια, εικοσαεδρική διάταξη, περιβάλλεται από ένα λιπιδικό περίβλημα και φέρει μια διπλή έλικα DNA μήκους 172-kbp σε κυκλική ή ευθεία διάταξη, ανάλογα με το στάδιο της λοίμωξης.

Μηχανισμός της λοίμωξης από τον ιό
Ο ιός EBV αρχικά μολύνει τα Β λεμφοκύτταρα μέσω ενός υποδοχέα, του CD21 υποδοχέα του συμπληρώματος. Έχει την ικανότητα να μεταμορφώνει τα πρόδρομα και ώριμα Β λεμφοκύτταρα σε λεμφοβλαστοειδείς σειρές κυττάρων. Τα Β λεμφοκύτταρα αποτελούν χώρους «αφάνειας» του ιού, αλλά τα επιθηλιακά κύτταρα, που δεν εκφράζουν τον υποδοχέα, αποτελούν τον χώρο αναπαραγωγής του. Τα μονοκύτταρα μπορούν, επίσης, να μολυνθούν από τον ιό και η μόλυνση να επηρεάσει την αλληλεπίδραση του ιού-ξενιστή. Στα Β λεμφοκύτταρα μπορούν να εκφρασθούν τα πυρηνικά αντιγόνα του ιού, ΕΒΝΑ 1, ΕΒΝΑ 2, ΕΒΝΑ 3(EBNA 3a), ΕΒΝΑ 4(EBNA 3b), ΕΒΝΑ 5 (LP) και EBNA 6(EBNA 3c), και πρωτεΐνες της μεμβράνης του ιού (LMP 1, 2A και Β). Επιπλέον, τα αφανώς μολυσμένα Β λεμφοκύτταρα περιέχουν μεγάλα ποσά κωδικοποιημένων από τον ιό τεμαχίων RNA, γνωστών ως EBER’s (EBER 1, EBER 2).

Πώς μεταδίδεται
Η μετάδοση του ιού γίνεται με το σάλιο και σπανιότερα με τη σεξουαλική οδό. Η οικογενής μετάδοση είναι πολύ συχνή. Γι’ αυτό ο ιός απομονώνεται συχνά στα εκκρίματα του στοματοφάρυγγα στα οροθετικά για τον ιό άτομα, καθώς και σε αυτά τα οποία νοσούν από λοιμώδη μονοπυρήνωση ΛΜ). Αυτός είναι και ο λόγος που η ΛΜ ονομάσθηκε «νόσος του φιλιού».

Τι προκαλεί
Στη συνήθη χωρίς επιπλοκές διαδρομή της η νόσος προκαλεί τη λοιμώδη μονοπυρήνωση, που περιλαμβάνει πυρετό, αδιαθεσία, φαρυγγοαμυγδαλίτιδα, περικογχικό οίδημα, ηπατοσπληνομεγαλία, λεμφοκυττάρωση με άτυπα λεμφοκύτταρα και αυξημένα ηπατικά ένζυμα.
Οι επιπλοκές της νόσου συμβαίνουν σπανιότερα, χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες και μπορεί να είναι:

  • Καλοήθεις – αιματολογικές, νευρολογικές, σπλαχνικές, δέρματος/επιθηλίων άλλες
  • Κακοήθεις και προκαρκινικές – λεμφώματα (Burkitt, Hodgkin, non Hodgkin) λεμφοϋπερπλαστικές νόσοι, πιθανή σχέση με καρκίνο του στομάχου και του μαστού
  • Γενετικές – Χ-συνδεόμενο λεμφοϋπερπλαστικό σύνδρομο

Κλινική σημασία
Η πρωτοπαθής λοίμωξη από τον ιό EBV είναι κυρίως ασυμπτωματική, ειδικά στην πρώτη παιδική ηλικία. Περίπου το 50% των πρωτοπαθών λοιμώξεων σε νεαρούς εφήβους σχετίζεται με την «κλασική» λοιμώδη μονοπυρήνωση. Αυτή αποτελεί μια αυτοπεριοριζόμενη, λεμφοϋπερπλαστική νόσο, με εκδηλώσεις που ποικίλλουν από ήπιες έως σοβαρές. Οι κλινικές εκδηλώσεις στην πρωτοπαθή ΛΜ προκαλούνται με ανοσο-διαμεσολαβητική διαδικασία.

Ο χρόνος επώασης της νόσου διαρκεί από 30 έως 50 ημέρες και η νόσος γενικά διαρκεί από 1 έως 4 εβδομάδες. Μπορούν, επίσης, να παρατηρηθούν παρατεταμένη αδιαθεσία και αδυναμία για μέχρι και έναν χρόνο μετά.
Σε ανοσοεπαρκείς ασθενείς, η πρωτοπαθής ΛΜ συχνά εξελίσσεται σε σοβαρή, ακόμη και θανατηφόρο νόσο. Η σοβαρότητα της ΛΜ, οι πολλές άτυπες εξελίξεις της και η ομοιότητά της με κακοήθη νόσο απαιτούν από το εργαστήριο την επιβεβαίωση της πρωτοπαθούς λοίμωξης.
Παρόμοιες με τη ΛΜ νόσους μπορούν να προκαλέσουν ο κυτταρομεγαλοϊός (CMV), οι αδενοϊοί και το τοξόπλασμα, γι’ αυτό η ορθή αιτιολογική διάγνωση είναι πολύ σημαντική για τη θεραπεία και το κόστος νοσηλείας του ασθενούς.

Προφύλαξη – θεραπεία
Για την προφύλαξη από τη λοίμωξη από την ιό δεν υπάρχει εγκεκριμένο πρόγραμμα εμβολιασμού. Ωστόσο, έχουν γίνει δύο απόπειρες παρασκευής εμβολίου, η μία με τη χρήση της γλυκοπρωτεΐνης 340 (gp340) για την παραγωγή εξουδετερωτικών του ιού αντισωμάτων και η άλλη με τη χρήση πεπτιδικών εμβολίων, που βασίζονται σε γονιδιακούς επιτόπους σχετιζόμενους με το μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας τάξης Ι.

Η συνήθης θεραπευτική πρακτική περιλαμβάνει συμπτωματική αγωγή, όπως αντιπυρετικά φάρμακα, ανάπαυση, ενυδάτωση και περιοδική ιατρική και εργαστηριακή παρακολούθηση.
Για τη θεραπεία τα νουκλεοσιδικά ανάλογα, όπως acyclovir, ganciclovir και flamciclovir, καθώς και το πυροφωσφορικό ανάλογο foscarnet αναστέλλουν τον πολλαπλασιασμό του ιού. Παρά την αναστολή πολλαπλασιασμού του ιού με τα φάρμακα αυτά, τα συμπτώματα παραμένουν, πιθανόν εξαιτίας της ανοσολογικής διέγερσης.

Σε ειδικές περιπτώσεις και για την αντιμετώπιση των επιπλοκών της νόσου εφαρμόζονται κατά περίπτωση κορτιζόνη, γ-ιντερφερόνη, κυκλοσπορίνη, μεθοτρεξάτη ετοποσίδη κ.ά.

Διαγνωστικές μέθοδοι
Για τη διάγνωση της παρουσίας του ιού EBV μπορούν να χρησιμοποιηθούν:

Άμεσες μέθοδοι, όπως:

  • η χρήση ηλεκτρονικού μικροσκοπίου,
  • η ανίχνευση αντιγόνων του ιού (ΕΒΝΑ 1, ΕΒΝΑ 2, LMP 1),
  • μοριακές τεχνικές (PCR, in situ hybridization για EBER 1 και EBER 2).

Τεχνικές απομόνωσης:

  • με χρήση κυτταροκαλλιεργειών από βιολογικά υλικά του ασθενούς.

Ορολογικές μέθοδοι:

  • με τη χρήση ετερόφιλων αντισωμάτων (αντισώματα Paul-Bunnell, mono-test),
  • με τη χρήση ειδικών EBV αντισωμάτων έναντι των:
    – Viral Capsid Antigen (VCA) IgG, IgM, IgA
    – EB Nuclear Antigen (EBNA 1) IgG, IgM
    – Early Antigen (EA/D, EA/R) IgG.

Από τις παραπάνω μεθόδους, ως μέθοδοι εκλογής θεωρούνται οι ορολογικές.

Μία απλή και φθηνή μέθοδος είναι η ανίχνευση των ετερόφιλων αντισωμάτων, το γνωστό μας mono test, που χρησιμοποιεί τεχνικές ανοσοχρωματογραφίας και διαγιγνώσκει το 80%-85% των ασθενών με ΛΜ. Υψηλά ετερόφιλα αντισώματα παρατηρούνται κατά τον πρώτο μήνα της ΛΜ, ακολουθούμενα από ραγδαία πτώση. Ο προσδιορισμός τους συνήθως επιβεβαιώνει την πρωτοπαθή λοίμωξη. Ψευδώς θετικά αποτελέσματα προκύπτουν με την παρουσία χαμηλών, αλλά εμμενόντων αντισωμάτων αρκετό χρόνο μετά την πρωτοπαθή λοίμωξη, όπως και από άλλες ιώσεις, π.χ., CMV λοίμωξη.

Τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα (10%-15%) παρατηρούνται κατά κανόνα σε νέα παιδιά, αλλά και σε εφήβους και σε ενήλικες.

Συμπεράσματα – επισημάνσεις
Η λοιμώδης μονοπυρήνωση αποτελεί μια συνηθισμένη ιογενή λοίμωξη, στην οποία θα εκτεθεί σε κάποιο χρόνο η πλειονότητα των ανθρώπων μέχρι την ενηλικίωση.

Είναι μια αυτοϊώμενη νόσος, με ήπια χαρακτηριστικά, που, όμως, μπορεί να παρουσιάσει σοβαρές και επικίνδυνες για τη ζωή επιπλοκές.

Για τον λόγο αυτό, πρέπει να διαγιγνώσκεται έγκαιρα από τα κλινικά και εργαστηριακά χαρακτηριστικά της και να διαχωρίζεται από άλλες μικροβιακές ή ιογενείς λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, ώστε να αντιμετωπισθεί κατάλληλα.